-
1 παύση
[пафеи] ουσ. Θ. прекращение, перерыв, пауза,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > παύση
-
2 остановка
1. (прекращение работы, действия чего-л.) το σταμάτημα, η στάση, η παύση 2. (перерыв, пауза) η παύση, η διακοπή 3. (трансп.) η στάσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > остановка
-
3 пауза
-
4 снятие
-я ουδ.1. άρση παύση, σταμάτημα; λύση•снятие блокады άρση του αποκλεισμού•
снятие осады λύση της πολιορκίας.
2. συγκέντρωση, μά-ζευμα• συγκομιδή•снятие урожая μαζευμα της σοδειάς.
3. βγάλσιμο, αφαίρεση• πάρσιμο.4. απόλυση, παύση.5. απόσυρση.6. τράβηγμα, φωτογράφηση. || διαγραφή•снятие с учта διαγραφή.
-
5 выход
1. (место выхода) η έξοδοςзапасный (в зданиях) - κινδύνου, εφεδρική -пожарный - κινδύνου/πυρκαγιάς2. (объём или количество конечного продукта) η παραγωγή 3. (геол., горн.) η εμφάνιση (στρώματος, επιφανειακή) 4. вчт. η έξοδος 5. (в космос) η έξοδος στο διάστημα 6. (из строя) η παύση/το σταμάτημα λόγω βλάβης 7. (за установленные пределы) η υπέρβαση (των προκαθορισμένων παραμέτρων) 8. (способ, решение) η λύση, η έξοδος 9. театр. η εμφάνιση (στη σκηνή) 10. (о книге, статье) η έκδοση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выход
-
6 замирание
1. (радиосигнала) η διάλειψηчастотно-избирательное - των συχνοτήτων, επιλεκτική2. (колебаний, звука и т.п.) η παύση, η πτώση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > замирание
-
7 неравномерность
η ανομοιομορφίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неравномерность
-
8 пауза
1. свз. το διάστημα, το διάλειμμα, η διακοπή 2. муз. η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пауза
-
9 покой
1. мех. η αδράνεια, η ησυχία, η ηρεμία 2. физ. η ηρεμία, η ησυχία, η ακινησία 3. свз. η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покой
-
10 прекращение
η παύση, η κατάπαυση, το σταμάτημα- подачи (воды энергии) η διακοπή παροχής (του νερού, της ενέργειας)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прекращение
-
11 приостановка
η διακοπή, η παύση, το σταμάτημα (για μικρό χρονικό διάστημα)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > приостановка
-
12 раздельный
1. (обособленный) (ξεχωριστόςξεχωρισμένος2. (о правописании) ξεχωριστός 3. (с перерывом, паузой) με παύση, μη μονοκόμματος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раздельный
-
13 сбой
(нарушение работы) η βλάβη, το σταμάτημα, η παύση, η αστοχία'Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сбой
-
14 тропопауза
(субстратосфера) η τροπό-παυση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > тропопауза
-
15 цезура
(литер., муз.) η παύση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цезура
-
16 отбой
отб||о́йм1. воен. τό σύνθημα ὑποχώρησης, τό ἀνακλητικό / τό σιωπητήριο (в конце дня):бить \отбой σημαίνω, σαλπίζω τό ἀνακλητικό, σαλπίζω παύση·2. (телефонный):давать \отбой διακόπτω τήν σύνδεση· ◊ от него́ нет \отбойою разг δέν βρίσκω ἡσυχία ἀπ' αὐτόν у нас нет \отбойо́ю от предложений πλημμυρίσαμε ἀπό προτάσεις. -
17 отставка
отстав||каж ἡ ἀπόλυση / ἡ παραίτηση [-ις], ἡ παύση [-ις] (с»"· службы)/ ἡ ἀπόταξις, ἡ ἀποστράτευση [-ις] (из армии):офицер в \отставкаке ἀπόστρατος · ἀξιωματικός· быть в \отставкаке εὐρίσκομαι ἐν'. ἀποστρατεία· подава́ть в \отставкаку ὑποβάλλὠ· τήν παραίτηση μου, παραιτούμαι, καταθέ· · τω τήν ἀρχή· выходить в \отставкаку ἀποστρατεύομαι· ◊ давать \отставкаку кому-л. παύω (или ἀπομακρύνω) κάποιον получать\отставкаку у кого́-л. χάνω τήνεὔνοια κάποιου. -
18 отстранение
отстранениес (от должности и т. п.) ἡ παύση [-ις], ἡ ἀπόλυση [-ις]. -
19 пауза
паузаж ἡ παύση [-ις], ἡ διακοπή. -
20 переставать
перестава́||тьнесов παύω, σταματώ:не \переставатья ἀκατάπαυστα, χωρίς παύση
См. также в других словарях:
παύση — και πάψη και πάψιμο / παῡσις, ἡ, ΝΑ [παύω] η κατάπαυση, η λήξη, η διακοπή, το σταμάτημα (α. «παύση εργασίας» β. «ἐκόψαμεν αὐτὴν ἀπὸ ἔθνος καὶ παῡσιν παύσεται», ΠΔ) νεοελλ. 1. η απόλυση από την υπηρεσία («τιμωρήθηκε με οριστική παύση») 2. συνεκδ.… … Dictionary of Greek
παύση — η 1. σταμάτημα, διακοπή: Έχουμε παύσεις το καλοκαίρι. 2. απόλυση ή έγγραφο απόλυσης: Του κοινοποίησαν την παύση του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παύση — παῦσις stopping fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύσῃ — παύω make to end aor subj mid 2nd sg παύω make to end aor subj act 3rd sg παύω make to end fut ind mid 2nd sg παύσηι , παῦσις stopping fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύσηι — παύσῃ , παύω make to end aor subj mid 2nd sg παύσῃ , παύω make to end aor subj act 3rd sg παύσῃ , παύω make to end fut ind mid 2nd sg παῦσις stopping fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Half note — This article is about the musical note. For the jazz club, see Half Note Club. In music, a half note (American) or minim (European) is a note played for half the duration of a whole note (or semibreve) and twice the duration of a quarter note (or … Wikipedia
ανοκωχή — ἀνοκωχή, η (Α) 1. παύση, ανάπαυλα, διάλειμμα 2. πρόσκαιρη παύση του πολέμου, ανακωχή 3. εμπόδιο, κώλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + οκωχή (αντί οχή < έχω, με αναδιπλ.). Ο τ. ανοκωχή αντί ανοχή, με αναδιπλ. (πρβλ. όκωχα, άχρ. πρκ. του έχω). Ο τ.… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κατάπαυση — ἡ (AM κατάπαυσις) [καταπαύω] 1. τέλεια παύση, σταμάτημα, λήξη, τελειωμός, οριστικός τερματισμός («κατάπαυση εχθροπραξιών») μσν. αρχ. 1. καθησυχασμός, ηρέμηση, γαλήνευση, ησυχία, ανάπαυση 2. τόπος αναπαύσεως και ησυχίας, ησυχαστήριο 3. ο τόπος τής … Dictionary of Greek